- ημεραλωπία
- η куриная слепота (болезнь)
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ημεραλωπία — Μειωμένη ικανότητα προσαρμογής του ανθρώπινου ματιού κατά το λυκόφως, με την οποία η οπτική οξύτητα εξασθενεί ανάλογα με τη μείωση του φωτισμού. Η η. εμφανίζεται συχνά σε άτομα που η διατροφή τους είναι πτωχότατη σε βιταμίνη Α. Είναι συχνή σε… … Dictionary of Greek
ημερ(ο)- — (AM ἡμερ(ο) ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό έχει σχέση με την ημέρα ή έχει διάρκεια μιας ημέρας. ΣΥΝΘ. ημεράλωψ, ημερόβιος, ημεροδανειστής, ημεροκαλλίς, ημερολόγιο αρχ. ημερογράφος, ημεροδρόμης, ημεροδρομώ, ημεροειδής,… … Dictionary of Greek
ημεράλωψ — ο, η (Α ημεράλωψ) αυτός που πάσχει από ημεραλωπία, αυτός τού οποίου η όραση ελαττώνεται από τη στιγμή που το φως τής ημέρας ελαττώνεται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ημερ(ο)* + παρέκταση αλ κατ αναλογία προς το νυκτ άλ ωψ* + ωψ «βλέμμα, πρόσωπο» (< όπωπα)] … Dictionary of Greek
βιταμίνες — Ουσίες που βρίσκονται, σε πολύ μικρές ποσότητες, στις τροφές των ζώων και του ανθρώπου και είναι απαραίτητες για τη φυσιολογική ανάπτυξη και την υγεία τους. Παντελής ή μερική στέρηση μίας ή περισσότερων β. από το διαιτολόγιο προκαλεί παθολογικές… … Dictionary of Greek